θειανθρακικός

θειανθρακικός
-ή, -ό
αυτός που προέρχεται από το ανθρακικό οξύ με αντικατάσταση ενός ατόμου οξυγόνου από άτομο θείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θείο (ΙΙ) + ανθρακικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Αναστ. Χρηστομάνο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”